-
1 διαῤ-ῥήσσω
διαῤ-ῥήσσω, durchreißen, durchhauen; διαρρήσσοντες var. lect. bei Homer Iliad. 23, 120, Eustath. p. 1291, 59 ἕτεροι δὲ ἀντὶ τοῦ διαπλήσσοντες διαρρήσσντες γράφουσιν, s. s. v. διαπλήσσω; vgl. διαρρήγνυμι, ῥήσσω.
1 διαῤ-ῥήσσω
διαῤ-ῥήσσω, durchreißen, durchhauen; διαρρήσσοντες var. lect. bei Homer Iliad. 23, 120, Eustath. p. 1291, 59 ἕτεροι δὲ ἀντὶ τοῦ διαπλήσσοντες διαρρήσσντες γράφουσιν, s. s. v. διαπλήσσω; vgl. διαρρήγνυμι, ῥήσσω.